Σκιώδη Παραλειπόμενα

του
Κώστα Βουλαζέρη

Αρχείο | RSS Feed

Αναζήτηση Μυστηριακές ΟντότητεςΠαλιά Ελληνικά Εξώφυλλα

Τυχαία

Μια στιγμή...
24 / 3 / 2023

Τελικά, ο παλιός είναι όντως καλός.

Έχοντας δει τη σειρά, μου κίνησε το ενδιαφέρον να δω και την παλιά ταινία Willow, την οποία, όπως είχα πει, δεν θυμόμουν σχεδόν καθόλου. Αλλά τώρα, καθώς την έβλεπα, ξαφνικές αναμνήσεις έρχονταν στο μυαλό μου μέσα από τις σκηνές και τους διαλόγους της, σαν deja vu – χμμ... κάπου το έχω ξαναδεί αυτό! Και μου άρεσε η αίσθηση. Σαν κάτι που είναι θαμμένο στη μνήμη σου, νομίζεις ότι το έχεις ξεχάσει τελείως, αλλά τελικά, για φαντάσου, κάπου υπάρχει.

Επίσης, μου άρεσε και η ταινία. Βασικά, έπαθα την πλάκα μου. Δεν ήταν αυτό που πίστευα. Κατά πρώτον, νομίζω ότι – για κάποιο λόγο – παλιά δεν μου άρεσε. (Ήμουν, άραγε, πολύ μικρός τότε για να την εκτιμήσω;) Κατά δεύτερον, μου είχε μείνει η εντύπωση ότι η ταινία ήταν καραγκιόζικη. Αλλά δεν ήταν. Απλώς ήταν παραμυθένια.

Και ήταν πολύ πιο σοβαρή ταινία απ’ό,τι είναι η σύγχρονη σειρά Willow.

Η αλήθεια είναι πως, βλέποντας την ταινία, έπαψε να μου αρέσει η σειρά! Η σειρά είναι όντως καραγκιόζικη. Η ταινία δεν είναι. Οι χαρακτήρες δεν λένε τις σαχλαμάρες που λένε στη σειρά. Και οι διάλογοί τους είναι, γενικά, πολύ καλύτεροι, και μοιάζουν πολύ πιο αυθεντικοί και ταιριαστοί για το μεσαιωνικό σκηνικό. Δεν ακούς εδώ Hey, guys και τέτοιες χαζομάρες. Στη σειρά, νομίζεις ότι μιλάνε κάποια geeks που παίζουν D&D, ότι απλά προσποιούνται πως είναι οι χαρακτήρες. Στην ταινία δεν είναι έτσι· εκεί είναι οι πραγματικοί χαρακτήρες.

Επίσης, τα πάντα στην ταινία – και από την αρχή το παρατήρησα αυτό – μοιάζουν πολύ πιο πραγματικά. Το κάστρο που παρουσιάζει, το δάσος, το χωριό των Νέλγουιν: όλα είναι σαν αληθινά. Στη σειρά όλα μοιάζουν ψεύτικα... αλλά είναι, ομολογουμένως, πολύ εντυπωσιακά. Νομίζεις ότι βλέπεις βιντεοκλίπ που ποντάρει να σε εντυπωσιάσει με τη φαντασμαγορία. Κι αυτό είναι το πρόβλημα πολλών σημερινών ταινιών (και σειρών). Ποντάρουν στον εύκολο εντυπωσιασμό που μπορεί (σήμερα μόνο) να γίνει με τα cgi. Συχνά, όμως, ξεχνάνε οι δημιουργοί τους κάποια πολύ βασικά πράγματα: ότι την καλή ιστορία την κάνει η καλή πλοκή, και την κάνουν επίσης οι καλοί διάλογοι. Και ότι η φαντασμαγορία δεν είναι το παν στα σκηνικά. Ορισμένες φορές θέλεις απλώς πραγματικότητα (έστω και φανταστική πραγματικότητα). Τα cgi δεν σ’το δίνουν αυτό· σου δίνουν μια αίσθηση σαν από ηλεκτρονικό παιχνίδι. Οι καλές ταινίες, όμως, δεν μοιάζουν με ηλεκτρονικά παιχνίδια, μοιάζουν με ντοκιμαντέρ.

Όταν δεις την ταινία Willow παύεις πια να θεωρείς τη σειρά καλή. Εντάξει, βλέπεται· έχει πλάκα· είναι φαντασμαγορική: αλλά μέχρι εκεί. Τίποτα περισσότερο.

 

 

Επίσης . . .

Το Δυναμικό Φανταστικό Σκηνικό


Αρκετοί φανταστικοί κόσμοι δεν αλλάζουν, ή αλλάζουν λίγο. Είναι αρκετά φιξαρισμένοι, θα έλεγες. Γνωρίζουμε τι υπάρχει εκεί και τι δεν υπάρχει, και αποκεί και πέρα οι μόνες αλλαγές είναι, ίσως, στην πολιτική σκηνή του κόσμου, ή στο πώς εξελίσσονται κάποιες καταστάσεις. Αλλά ο κόσμος ο ίδιος, κατά βάση, δεν αλλάζει. Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι υπάρχουν αυτές οι φανταστικές φυλές, αυτά τα φανταστικά όντα, αυτά τα είδη μαγείας ή τεχνολογίας, και τέλος. Μεταβάλλονται μόνο οι σχέσεις μεταξύ αυτών – όπως αν ένα βασίλειο γκρεμιστεί ή αν μια καινούργια πόλη ιδρυθεί. Σε πολλές περιπτώσεις, δε, ακόμα κι αυτό δεν συμβαίνει, ή συμβαίνει πολύ διστακτικά, πολύ επιφυλακτικά. Κάποιες αυτοκρατορίες είναι πάντα εκεί, κάποια βασιλεία υπήρχαν και θα υπάρχουν. Μερικές φορές αυτό ισχύει και για κάποιους χαρακτήρες μέσα στις φανταστικές ιστορίες· μοιάζουν κι αυτοί φιξαρισμένοι στο φανταστικό σκηνικό, σαν να είναι μέρος του.

Το πιο συνηθισμένο, πάντως, σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το πολιτικό σκηνικό να αλλάζει αλλά τίποτα σχετικά με τη φύση του κόσμου. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό – έχει μια συγκεκριμένη αισθητική – και θα μπορούσες να πεις και ότι είναι, κατά κάποιο τρόπο, ρεαλιστικό – δηλαδή, ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στον κόσμο μας, στη δική μας πραγματικότητα.

Ή, μήπως, όχι;

[Συνέχισε να διαβάζεις]

 

Επιλογές Νοεμβρίου (12/11)


Χάρτης με τους αρχαίους ρωμαϊκούς δρόμους, εικόνες από το Bummer California, LocalSend (ασφαλή αποστολή αρχείων τοπικά), Sean Andrew Murray. Η Ιρλανδία καθιερώνει τη χορήγηση μισθού σε δημιουργούς, το Beowulf του Lynd Ward, Greek TV Live, The White Company του Arthur Conan Doyle. «Η πόλη των μαγισσών», Space Type Generator, ερωτικές ταινίες τρόμου. Halloween με Ε.Φ. από το ’70· The Sword of Shannara και αντιγραφές του Τόλκιν· The Fall of Mercury της Leslie F. Stone· Sean Connery και Zardoz. Ο άνθρωπος είναι το ζώο που ονειρεύεται.

 

Περί Γραφής: Νοοτροπίες Διορθώσεων


Πώς πρέπει να μάθεις να σκέφτεσαι προτού ξεκινήσεις να διορθώνεις τα κείμενά σου

Νομίζω πως έχω ήδη γράψει σε κάποιο άλλο άρθρο (δεν θυμάμαι ποιο, αυτή τη στιγμή) ότι η τακτική μου με τις διορθώσεις είναι η εξής: να γράφω ένα κομμάτι (κάποιες σελίδες, ίσως ένα κεφάλαιο) και μετά να το διορθώνω· και όταν έχω τελειώσει όλο το βιβλίο, να το διορθώνω πάλι από την αρχή. Αυτή η τελευταία διόρθωση – αν και, ίσως, η λιγότερο σημαντική – είναι και η πιο κουραστική για εμένα, γιατί (α) θέλω να τη βγάλω σε συγκεκριμένο χρόνο, δεν θέλω να αργήσω πολύ· (β) ασχολούμαι με λεπτομέρειες ουσιαστικά, τα βασικά τα έχω ήδη διορθώσει· και (γ) η συνεχόμενη εστίαση της προσοχής για πολλές ημέρες επάνω σε ένα κείμενο δημιουργεί μεγαλύτερη κόπωση από τη συνεχόμενη χειρονακτική εργασία.

Αλλά αυτή είναι απλώς η τακτική που ακολουθώ, και σ’αυτό το άρθρο την αναφέρω μόνο. Εκείνο για το οποίο θέλω να μιλήσω εδώ είναι η νοοτροπία με την οποία κάνει (πρέπει να κάνει;) κάποιος τις διορθώσεις σε ένα λογοτεχνικό κείμενο. Και αναφέρομαι, κυρίως, στον συγγραφέα τον ίδιο, όχι σε διορθωτή. Για τον διορθωτή τα πράγματα πιθανώς να είναι αλλιώς – πιο επαγγελματικά, πιο ουδέτερα. Για τον συγγραφέα, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο ουδέτερα, και όταν ξαναβλέπει ένα κείμενο που έχει γράψει μπορεί – ανάλογα και με την ιδιοσυγκρασία του – να βλέπει πολλά. Μπορεί να βλέπει ακόμα και φαντάσματα – το οποίο είναι πολύ συνηθισμένο· δεν αστειεύομαι.

Γι’αυτό είναι πολύ σημαντική η νοοτροπία με την οποία κάνει κανείς διορθώσεις, ασχέτως τι τακτική ακολουθεί. Μπορεί κάποιος να μην ακολουθεί τη δική μου τακτική· μπορεί να το γράφει όλο μονοκοπανιά και μετά να το διορθώνει από την αρχή. Ή μπορεί να το γράφει λίγο-λίγο διορθώνοντάς το στην πορεία. Δεν έχει σημασία αυτό. Όλα είναι, κατά βάθος, σωστά. Μεγαλύτερη σημασία έχει η νοοτροπία για τις διορθώσεις.

Και δεν υπάρχει μόνο μία νοοτροπία· υπάρχουν πολλές. Θα αναφέρω μερικές που θεωρώ καλές, και μερικές που πιστεύω ότι έχουν ενδιαφέρον.

Δύο ακραίες καταστάσεις που πλήττουν τους συγγραφείς είναι οι εξής: Από τη μια, να βαριούνται να το διορθώσουν και να το αφήνουν όπως είναι· από την άλλη, να σκαλώνουν και να το κοιτάνε επ’άπειρον, αγωνιώντας ότι πάντα κάτι δεν πάει καλά, ποτέ δεν είναι αρκετά σωστό.

[Συνέχισε να διαβάζεις]